ἐρέτας

ἐρέτας
ἐρέτᾱς , ἐρέτης
rowers
masc acc pl
ἐρέτᾱς , ἐρέτης
rowers
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έξαιτος — ἔξαιτος, ον (Α) περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μετεμβιβάζω — (ΑΜ) μσν. (σχετικά με την ψυχή) μεταφέρω σε άλλον δέκτη, σε άλλο σώμα αρχ. 1. επιβιβάζω σε άλλο πλοίο 2. φρ. «ἐρέτας μετεμβιβάζω» αλλάζω το πλήρωμα τού πλοίου (Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐμ βιβάζω «μεταφέρω, επιβιβάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”